- πανδείμαντος
- παν-δείμαντος, allgefürchtet, die Parzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδείμαντος — ον, Α αυτός που προκαλεί φόβο σε όλους, ο φοβερός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δειμαίνω «φοβάμαι» (πρβλ. α δείμαντος)] … Dictionary of Greek
πανδείμαντοι — πανδείμαντος all dreaded masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)